θηρητῆρος

θηρητῆρος
θηρατήρ
masc gen sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • MELANAEETUS — Graece Μελαναίετος, I. e. nigra aquila, utut aquilarum minima, robustissima tamen est, hinc Valeria dicta Romanis. Eius meminit iam Homerus Il. φ. v. 252 ubi de Achille. Α᾿ιετοῦ ὀίματ᾿ ἔχων μέλανος, του θηρητῆρος, Ο῞ς θ᾿ ἅμα κάρτιςτός τε καὶ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μελάνοστος — μελάνοστος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρα οστά («αἰετοῡ μελανόστου θηρητῆρος», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + ὀστέον] …   Dictionary of Greek

  • οίμα — οἶμα, οἴματος, τὸ (Α) βίαιη εφόρμηση, έφοδος («αἰετοῡ οἴματ ἔχων μέλανος τοῡ θηρητῆρος», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Παράλληλα με το ουσ. οἶμα μαρτυρείται στον Ομηρο ο αόρ. οἰμῆσαι, που προϋποθέτει την ύπαρξη ρήματος οἰμάω. Η ανώμαλη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”